- ετερομορφισμός
- ο биол гетероморфизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετερομορφισμός — ο η ετερομορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteromorphism < hetero (πρβλ. ετερο *) + morphism < morph (πρβλ. μορφή) + ism (πρβλ. ισμός)] … Dictionary of Greek
ετερομορφία ή ετερομορφισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται με δύο (διμορφισμός) ή και με περισσότερες μορφές (πολυμορφισμός) άτομα που ανήκουν σε ένα ζωικό είδος. Γενικά, υπάρχουν πολλά είδη διμορφισμού που οφείλονται σε πολλές αιτίες· όπως για παράδειγμα ο φυλετικός … Dictionary of Greek